χωρίο
[xoˈrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich fχωρίο σε κείμενοTextabschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mχωρίο σε κείμενοχωρίο σε κείμενο