χορευτικός
[xoreftiˈkos], χορευτική, χορευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- tänzerisch, Tanz-χορευτικόςχορευτικός
Beispiele
-
- χορευτικό συγκρότημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nTanzgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f