χνούδι
[ˈxnuði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Flaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mχνούδι απαλόχνούδι απαλό
- Fusselnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplχνούδι μάλλιασμαχνούδι μάλλιασμα
- Milchbartαρσενικό | Maskulinum, männlich mχνούδι το πρώτο γένιχνούδι το πρώτο γένι