„χασομερώ“: μεταβατικό ρήμα χασομερώ [xasomeˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aufhalten aufhalten χασομερώ καθυστερώ χασομερώ καθυστερώ „χασομερώ“: αμετάβατο ρήμα χασομερώ [xasomeˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Zeit verlieren, trödeln, bummeln (herum)bummeln χασομερώ τριγυρίζω χασομερώ τριγυρίζω Zeit verlieren χασομερώ χάνω το χρόνο μου χασομερώ χάνω το χρόνο μου trödeln χασομερώ χρονοτριβώ χασομερώ χρονοτριβώ