„χαλασμένος“ χαλασμένος [xalazˈmenos], χαλασμένη, χαλασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) defekt, kaputt, verdorben defekt, kaputt χαλασμένος χαλασμένος verdorben χαλασμένος τροφή χαλασμένος τροφή