χαλαρώνω
[xalaˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- lockern, auflockernχαλαρώνω καθιστώ χαλαρόχαλαρώνω καθιστώ χαλαρό
- entspannenχαλαρώνω μυςχαλαρώνω μυς
- lockernχαλαρώνω μετριάζω την ένταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχαλαρώνω μετριάζω την ένταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
χαλαρώνω
[xalaˈrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- χαλαρώνω βίδα, σχοινί, μύες
- erschlaffenχαλαρώνω μύεςχαλαρώνω μύες
- nachlassenχαλαρώνω χάνω σε έντασηχαλαρώνω χάνω σε ένταση
- sich entspannen, abschaltenχαλαρώνω βρίσκομαι σε ψυχική ηρεμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχαλαρώνω βρίσκομαι σε ψυχική ηρεμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ