„χάραξη“: θηλυκό χάραξη [ˈxaraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gravieren, Peilung Gravierenουδέτερο | Neutrum, sächlich n χάραξη χάραξη Peilungθηλυκό | Femininum, weiblich f χάραξη κατεύθυνσης χάραξη κατεύθυνσης