φρεσκάρομαι
[fresˈkarome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich erfrischenφρεσκάρομαι δροσίζομαιφρεσκάρομαι δροσίζομαι
- φρεσκάρομαι καλλωπίζομαι