„φρεζάρω“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα φρεζάρω [freˈzaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) fräsen fräsen φρεζάρω φρεζάρω