φράγκο
[ˈfraŋgo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Frankenαρσενικό | Maskulinum, männlich mφράγκο νόμισμαφράγκο νόμισμα
- Pfifferlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mφράγκο δεκάρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφράγκο δεκάρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- ελβετικό φράγκοSchweizerfrankenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φράγκα οικείο | umgangssprachlichοικMonetenπληθυντικός | Plural pl