φουσκώνω
[fusˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
φουσκώνω
[fusˈkono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- anschwellenφουσκώνω διογκώνομαιφουσκώνω διογκώνομαι
- aufblähenφουσκώνω έντερα, στομάχιφουσκώνω έντερα, στομάχι
- aufquellenφουσκώνω ζύμη, πρόσωποφουσκώνω ζύμη, πρόσωπο
- aufgehenφουσκώνω ζύμηφουσκώνω ζύμη
- überkochenφουσκώνω γάλαφουσκώνω γάλα
- sich aufblähenφουσκώνω κάνω τον έξυπνο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφουσκώνω κάνω τον έξυπνο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ