„φουμάρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα φουμάρω [fuˈmaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) paffen paffen φουμάρω φουμάρω