„φορώ“: μεταβατικό ρήμα φορώ [foˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -εσα; -έθηκα; -εμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anziehen, aufsetzen, umbinden, anhaben, tragen anziehen φορώ βάζω πάνω μου φορώ βάζω πάνω μου aufsetzen φορώ γυαλιά, καπέλο φορώ γυαλιά, καπέλο umbinden φορώ γραβάτα φορώ γραβάτα anhaben, tragen φορώ έχω πάνω μου φορώ έχω πάνω μου Beispiele φορώ γυαλιά Brillenträger sein φορώ γυαλιά φορούσε ένα μαύρο φόρεμα sie trug ein schwarzes Kleid φορούσε ένα μαύρο φόρεμα