„φολκλορικός“ φολκλορικός [folkloriˈkos], φολκλορική, φολκλορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) folkloristisch folkloristisch φολκλορικός φολκλορικός