φοιτητικός
[fititiˈkos], φοιτητική, φοιτητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- studentisch, Studenten-φοιτητικόςφοιτητικός
Beispiele
- φοιτητικές υπηρεσίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStudentenwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φοιτητική διατροφήθηλυκό | Femininum, weiblich fStudentenfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φοιτητική έκπτωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fStudentenrabattαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen