φιλοφρόνηση
[filoˈfronisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Liebenswürdigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλοφρόνηση ευγενική συμπεριφοράφιλοφρόνηση ευγενική συμπεριφορά
- Komplimentουδέτερο | Neutrum, sächlich nφιλοφρόνηση κομπλιμέντοφιλοφρόνηση κομπλιμέντο