„φιλελεύθερος“: επίθετο, ως επίθετο φιλελεύθερος [fileˈlefθeros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φιλελεύθερη, φιλελεύθερο Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) liberal liberal φιλελεύθερος φιλελεύθερος „φιλελεύθερος“: αρσενικό και θηλυκό φιλελεύθερος [fileˈlefθeros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Liberale Liberale(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f φιλελεύθερος φιλελεύθερος