„φαρμακολογικά“: επίρρημα φαρμακολογικά [farmakolojiˈka]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) pharmakologisch pharmakologisch φαρμακολογικά φαρμακολογικά