υφίσταμαι
[iˈfistame]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <υπέστην>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich unterziehen+δοτική | +Dativ +datυφίσταμαιυφίσταμαι
- υφίσταμαι υποφέρω
- erleidenυφίσταμαι παθαίνωυφίσταμαι παθαίνω
υφίσταμαι
[iˈfistame]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <υπέστην>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bestehen, existierenυφίσταμαι υπάρχωυφίσταμαι υπάρχω
- vorliegenυφίσταμαι αιτία, υπόθεση, κτλυφίσταμαι αιτία, υπόθεση, κτλ