υπότροπος
[iˈpotropos], υπότροπη, υπότροποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- rückfälligυπότροπος νομικός όρος | Rechtswesenνομυπότροπος νομικός όρος | Rechtswesenνομ
Beispiele
- υπότροπη παραβάτηςθηλυκό | Femininum, weiblich fWiederholungstäterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπότροπος παραβάτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWiederholungstäterαρσενικό | Maskulinum, männlich m