υποψηφιότητα
[ipopsifiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kandidaturθηλυκό | Femininum, weiblich fυποψηφιότητα για θέση, αξίωμαυποψηφιότητα για θέση, αξίωμα
- Bewerbungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποψηφιότητα διαγωνισμούυποψηφιότητα διαγωνισμού