υποχωρώ
[ipoxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich zurückziehenυποχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατυποχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- nachgebenυποχωρώ ενδίδωυποχωρώ ενδίδω
- zurückgehenυποχωρώ πυρετόςυποχωρώ πυρετός
- nachlassenυποχωρώ πυρετός, άνεμοςυποχωρώ πυρετός, άνεμος
- sich senkenυποχωρώ ταβάνι, πάτωμαυποχωρώ ταβάνι, πάτωμα
Beispiele