υποφερτός
[ipoferˈtos], υποφερτή, υποφερτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- erträglichυποφερτός που υποφέρεταιυποφερτός που υποφέρεται
- passabelυποφερτός καλούτσικοςυποφερτός καλούτσικος