υποτιμώ
[ipotiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unterschätzenυποτιμώυποτιμώ
- senkenυποτιμώ τιμέςυποτιμώ τιμές
- abwertenυποτιμώ νόμισμαυποτιμώ νόμισμα