υπερεκτεθειμένος
[iperekteθiˈmenos], υπερεκτεθειμένη, υπερεκτεθειμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- überrepräsentiertυπερεκτεθειμένοςυπερεκτεθειμένος
Beispiele
- υπερεκτίμισηθηλυκό | Femininum, weiblich f ίδιων ικανοτήτωνSelbstüberschätzungθηλυκό | Femininum, weiblich f