„υπεράλπειος“ υπεράλπειος [ipeˈralpios], υπεράλπεια, υπεράλπειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) transalpin transalpin υπεράλπειος υπεράλπειος