υπέρταση
[iˈpertasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Hypertonieθηλυκό | Femininum, weiblich fυπέρταση ιατρική | Medizinιατρhoher Blutdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπέρταση ιατρική | Medizinιατρυπέρταση ιατρική | Medizinιατρ