τυλίγω
[tiˈliɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wickelnτυλίγω κλωστή, μαλλί, επίδεσμο, με χαρτίτυλίγω κλωστή, μαλλί, επίδεσμο, με χαρτί
- einwickelnτυλίγω δώρο, πακέτοτυλίγω δώρο, πακέτο
- aufwickeln, einrollen, zusammenrollenτυλίγω κουλλουριάζωτυλίγω κουλλουριάζω
- einpackenτυλίγω πακετάρωτυλίγω πακετάρω
- τυλίγω ταινία
- einwickeln, verwickeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)τυλίγω μπλέκω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτυλίγω μπλέκω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ