τσουχτερός
[tsuxteˈros], τσουχτερή, τσουχτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schneidendτσουχτερός κρύοτσουχτερός κρύο
- beißendτσουχτερός λόγιατσουχτερός λόγια
- brennendτσουχτερός πόνοςτσουχτερός πόνος
- gepfeffert, saftigτσουχτερός τιμήτσουχτερός τιμή