τροφοδοσία
[trofoðoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verpflegungθηλυκό | Femininum, weiblich fτροφοδοσίατροφοδοσία
- Belieferungθηλυκό | Femininum, weiblich fτροφοδοσία εμπόριο | Handelεμπτροφοδοσία εμπόριο | Handelεμπ
Beispiele
- τροφοδοσία αίματοςBlutzufuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f