„τραγανιστός“ τραγανιστός [traɣanisˈtos], τραγανιστή, τραγανιστό, τραγανός [traɣaˈnos], τραγανή, τραγανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) knusprig, knackig knusprig, knackig τραγανιστός τραγανιστός