„τουρκικός“ τουρκικός [turkjiˈkos], τουρκική, τουρκικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) türkisch türkisch τουρκικός τουρκικός