„τολμώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα τολμώ [tolˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wagen wagen τολμώ τολμώ