τετραγωνικός
[tetraɣoniˈkos], τετραγωνική, τετραγωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- τετραγωνικό εκατοστόμετροουδέτερο | Neutrum, sächlich nQuadratzentimeterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τετραγωνικός κάνναβοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPlanquadratουδέτερο | Neutrum, sächlich n