„τεταγμένη“: θηλυκό τεταγμένη [tetaɣˈmeni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Ordinate Ordinateθηλυκό | Femininum, weiblich f τεταγμένη μαθηματικά | Mathematikμαθ τεταγμένη μαθηματικά | Mathematikμαθ