„τεστοστερόνη“: θηλυκό τεστοστερόνη [testosteˈroni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Testosteron Testosteronουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεστοστερόνη τεστοστερόνη