„τεμπελιάζω“: αμετάβατο ρήμα τεμπελιάζω [tembeˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) faulenzen faulenzen τεμπελιάζω τεμπελιάζω Beispiele τεμπελιάζω ξαπλωμένος herumliegen τεμπελιάζω ξαπλωμένος