τελεσίδικος
[teleˈsiðikos], τελεσίδικη, τελεσίδικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- rechtskräftigτελεσίδικος νομικός όρος | Rechtswesenνομτελεσίδικος νομικός όρος | Rechtswesenνομ