τελειοποιώ
[teliopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vollendenτελειοποιώ ολοκληρώνωτελειοποιώ ολοκληρώνω
- vervollkommnen, perfektionierenτελειοποιώ κάνω τέλειοτελειοποιώ κάνω τέλειο