„ταϊλανδικά“: πληθυντικός ουδετέρου ταϊλανδικά [tailanðiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Thai Thaiαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταϊλανδικά ταϊλανδικά