ταχυδρομώ
[taçiðroˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abschickenταχυδρομώ στέλνω ταχυδρομικώςταχυδρομώ στέλνω ταχυδρομικώς
- ταχυδρομώ ρίχνω στο γραμματοκιβώτιο