ταλαντευόμενος
[talandeˈvomenos], ταλαντευόμενη, ταλαντευόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schwankendταλαντευόμενοςταλαντευόμενος
Vielen Dank für Ihr Feedback!