„τίμιος“ τίμιος [ˈtimios], τίμια, τίμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ehrlich, heilig ehrlich τίμιος τίμιος heilig τίμιος θρησκεία | Religionθρησκ σταυρός τίμιος θρησκεία | Religionθρησκ σταυρός Beispiele τίμιο εμπόριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n fairer Handelαρσενικό | Maskulinum, männlich m τίμιο εμπόριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n