τέχνη
[ˈtexni]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kunstθηλυκό | Femininum, weiblich fτέχνητέχνη
- Geschickουδέτερο | Neutrum, sächlich nτέχνη δεξιότηταKunstfertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτέχνη δεξιότητατέχνη δεξιότητα
- Handwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich nτέχνη επάγγελματέχνη επάγγελμα
Beispiele
-
- εικαστικές τέχνεςbildende Künsteπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- τέχνη του πολέμουKriegskunstθηλυκό | Femininum, weiblich f