σύμπλεγμα
[ˈsibleɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verflechtungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύμπλεγμασύμπλεγμα
- Komplexαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύμπλεγμα ψυχολογία | Psychologieψυχολσύμπλεγμα ψυχολογία | Psychologieψυχολ
Beispiele
- σύμπλεγμα κάστρωνBurganlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σύμπλεγμα νησιώνInselketteθηλυκό | Femininum, weiblich f