συντακτικός
[sindaktiˈkos], συντακτική, συντακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- syntaktischσυντακτικός γραμματική | Grammatikγραμμσυντακτικός γραμματική | Grammatikγραμμ
Beispiele
- συντακτικός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m χημεία | ChemieχημStrukturformelθηλυκό | Femininum, weiblich f