συνθετικός
[sinθetiˈkos], συνθετική, συνθετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- synthetisch, Kunst-συνθετικόςσυνθετικός
- künstlichσυνθετικός ιατρική | Medizinιατρσυνθετικός ιατρική | Medizinιατρ
Beispiele
- συνθετική ίναθηλυκό | Femininum, weiblich fKunstfaserθηλυκό | Femininum, weiblich fSynthetikfaserθηλυκό | Femininum, weiblich f