„συνεργάσιμος“ συνεργάσιμος [sinerˈɣasimos], συνεργάσιμη, συνεργάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kooperativ kooperativ συνεργάσιμος συνεργάσιμος