„συγκλητικός“: αρσενικό συγκλητικός [siŋglitiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Senator Senatorαρσενικό | Maskulinum, männlich m συγκλητικός ιστορία | Geschichteιστ συγκλητικός ιστορία | Geschichteιστ