„συγκεκριμένος“ συγκεκριμένος [siŋgjekriˈmenos], συγκεκριμένη, συγκεκριμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) konkret, bestimmt konkret, bestimmt συγκεκριμένος συγκεκριμένος